ισχαιμικός

ισχαιμικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την ισχαιμία
2. αυτός που οφείλεται σε ισχαιμία («ἱσχαιμική γάγγραινα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. inchaemic < ischaem- (πρβλ. ισχαιμία) + -ic (πρβλ. -ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”